διοσ-

διοσ-
δῐοσ-, the first element in various compound names of plants: [full] διός-ανθος, ,
A carnation, Dianthus inodorus, Thphr.HP6.1.1, al., Nic.Fr.74.59.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μελάμπυρο — το (Α μελάμπυρον, τὸ και μελάμπυρος, ὁ) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σκροφουλαρίδες και περιλαμβάνει 10 περίπου είδη επιβλαβών ημιπαρασιτικών ζιζανίων τού Βόρειου Ημισφαιρίου… …   Dictionary of Greek

  • Complex text layout — The Devanagari ddhrya ligature of JanaSanskritSans, should be invoked by the layout engine to render the sequence of seven Unicode characters द + ् + ध + ् + र + ् + य = द्ध्र्य …   Wikipedia

  • Nelken — Dianthus japonicus Systematik Kerneudikotyledonen Ordnung: Nelkenartige (Caryophyllales) …   Deutsch Wikipedia

  • СУДЬБА —     СУДЬБА (ειμαρμένη, fatum), понятие, выражающее зависимость от обстоятельств или высших сил. Нормативный греч. термин ειμαρμένη происходит от глагола μείρομαι («получать по жребию», «получать в удел»); того же корня μέρος, μοίρα, μόρος имеющие …   Античная философия

  • MINOS I — MINOS I. fil. Iovis ex Europa, ut poetae fere omnes asserunt: Occasione hinc captatâ, quod speciosa haec puella, nave, cui Tauri insigne erat, in Cretam asportata, ibi Asterio regi nupta, hunc filium peperit. Aliis et, Asteri seu Xanthi regis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ζευς — Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας. (Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.). * * * και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός) 1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και… …   Dictionary of Greek

  • θεόσδοτος — θεόσδοτος, ον (AM) αυτός που δόθηκε από θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. θεόσ δοτος (αντί τού ορθού θεό δοτος) < θεός + δοτος (< δίδωμι, πρβλ. αν επί δοτος, έκ δοτος) κατ αναλογία προς το διόσ δοτος*] …   Dictionary of Greek

  • κριθόπυρον — κριθόπυρον, τὸ (Α) πάπ. μίγμα από κριθάρι και σιτάρι, σμιγάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + πυρον (< πυρός «είδος εκλεκτού σιταριού»), πρβλ. διόσ πυρος, λευκό πυρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”